Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Γιὰ τὴ ζωγραφική σου




Παλεύουν, λευτερώνονται, σκλαβώνονται καὶ
πάντα παλεύουν. Τὰ χέρια. Ἀναστρέφει
ὁ τροχὸς τὴν εἰσβολή. Γίνεται ἅρμα, λυτρώνεται
τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ φράγμα καὶ γράφει Μαιάνδρους
ἀκόμα καὶ στὰ ποτάμια τῶν Ἀντιπόδων.
Ρυτιδώνεται ἡ μούχλα ποὺ σκεπάζει τὴν ὑποψία
στὸ Ὑδραγωγεῖο τῶν Μυκηνῶν. Στὴ Βύβλο, ἡ ὥρα
ὀνειρεύεται. Οἱ ἀκραῖοι φρουροί, ὅταν συναντῶνται
συνεργοῦν. Δὲ μᾶς τρομάζουν. Ὁ ἕνας, ὁ μοναχὸς
εἶναι τοῦ φόβου. Μινώταυρος καὶ συλλογᾶται.


Τὸ καράβι τῆς Οὒρ στενάζει πάνω στὶς πέτρινες
ρόδες του, καθὼς λευτερώνεται ἀπὸ τὸ λίκνο
του γιὰ τὸ μεγάλο στεριανὸ ταξίδι καὶ
κλυδωνίζεται μέσα σὲ δάση, πάνω σὲ βουνά,
ἀλλάζει χρῶμα μπροστὰ σὲ κάθε ρεματιά,
ἰσκιώνει καὶ ξαφνιάζει τὸν Εὐφράτη, στολίζει
τὸν Τίγρη, ὥσπου τινάζοντας τὰ χρώματα καὶ
τὰ κάθε λογῆς φυτά, ποὺ τὸ σκεπάζουν, παγιδεύεται
ἀπὸ τὴ θάλασσα, τὶς πολλὲς θάλασσες. Τὴ μία.


Οἱ αὐστηρὲς ἀλετρίδες κινοῦν τοὺς ξύλινους μοχλοὺς
τῶν ἀρότρων, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τὰ κράσπεδα
τοῦ Ἀταβύρου ὅπου τὰ μεγάλα λιθάρια θὰ παιδέψουν
τὸ ξανθὸ σιτάρι γιὰ τὸ ἀλεύρι τοῦ πρώτου ψωμιοῦ.
Ἄρτος. Ὄχι γιὰ ὅλα τὰ στόματα.


Ποῦ πρωτὄδα τοῦτα τὰ δίχτυα; Ναί, θυμᾶμαι
τὰ ξέπλεκαν κοντοὶ νησιῶτες λοξομάτηδες.
Ὅλοι μαζὶ τὰ τίναζαν, τὰ πετοῦσαν τ᾿ ἀψήλου
καὶ τ᾿ ἄφηναν νὰ πέσουν καταγῆς. Τὸ ἴδιο
εἶδα νὰ κάνουν καὶ σὲ κεφαλονίτικα ψαροχώρια.
Στὸ Φισκάρδο. Στὴν Ἄσσο. Λυπήσου ἐκείνους ποὺ
δὲν ὀνειρεύονται.
Τοῦτα τὰ δίχτυα δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὰ
νετάρεις. Καὶ λίγη γνώση. Ἕνα ψίχουλο.
Φτάνει νὰ ξέρεις νὰ μετρᾶς τὰ δάχτυλά σου,
ξαναρχίζοντας ἀπὸ τὰ τελευταῖα στὰ πρῶτα.
Καὶ πίστη. Ἕνα κλωνί.


                                  Νίκος Καββαδίας