Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Ο Μάης


Ο Μάης έχει μυστικά κι ένα κλειδί κρυμμένο
που ανοίγει μάτια σκοτεινά και χείλι πικραμένο
έχει και άνεμο τρελό που κουβαλάει τη γύρη
και πυροβάτες της καρδιάς σαν βγει στο πανηγύρι
και πυροβάτες της καρδιάς σαν βγει στο πανηγύρι...


Ο Μάης είναι μουσική από παλιό τραγούδι
από κλαδί ροδακινιάς και από λεύκας χνούδι
δεν έχει Λάμδα ούτε Ρο στη γλώσσα να βουλιάζει
είναι από Άλφα καθαρό κι όταν γελάς σου μοιάζει
είναι από Άλφα καθαρό κι όταν γελάς σου μοιάζει...


Ο Μάης είναι μια φωτιά, μια φλόγα μαγεμένη
έχει τη μέρα αγκαλιά, τη νύχτα ερωμένη
έχει και ήλιο κυνηγό που ξέρει από σημάδι
να βρίσκει αυτόν που έριξε τα μάγια στο πηγάδι
να βρίσκει αυτόν που έριξε τα μάγια στο πηγάδι..


Δεν έχει Λάμδα ούτε Ρο στη γλώσσα να βουλιάζει
είναι από Άλφα καθαρό κι όταν γελάς σου μοιάζει
είναι από Άλφα καθαρό κι όταν γελάς σου μοιάζει.



Aφιερωμένο, στα παιδιά μας που έχασαν τα όνειρά τους


Κρεμάστηκες 
σ' ένα φεγγάρι , 
από κείνα 
που ζωγράφιζες τις σκοτεινές νύχτες
και νόμισες 
πως έπιασες Ουρανό
Έπλεξες ένα Όνειρο ,
κάτι από παραμύθι 
όχι σαν έκεινα 
που μας έλεγαν παιδιά ,
αλλά αυτό που λείπει 
στο Σήμερα 
όχι για να παραμυθιαστούμε 
αλλά 
μήπως μπορέσουμε 
να ονειρευτούμε ξανά

και τότε 
μέσα από ένα Όνειρο 
μπορεί ν' αγγίξεις , 
ν' αγγίξουμε ,
και τον Ουρανό 


Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Σ΄ ένα έρημο ακρογιάλι



Σ’ ένα έρημο ακρογιάλι

με ολόχρυση αμμουδιά
λυγερή κοπέλα είδα
με στεφάνι στα μαλλιά.

Είχε χείλη σαν κοράλλια
και δυο χέρια απαλά
που άγγιξαν την ψυχή μου
και την σήκωσαν ψηλά.

Έκλεισα με μιας τα μάτια
έχοντας φωτιά στα στήθια, 
η κοπέλα στ’ ακρογιάλι
να `ταν όνειρο ή αλήθεια;

Είχε χείλη σαν κοράλλια
και δυο χέρια απαλά
που αγγίξαν την ψυχή μου
και την σήκωσαν ψηλά.


Θα ήθελα


Τελευταίος μας σταθμός στη χώρα των θαυμάτων
η εικόνα μιας χελιδονοφωλιάς .
Παρασύρθηκα στο βλέμμα της κι ήθελα να μπω
μες τα μαλλιά σου να αγγίξω το στάχυ τους
να δέσω τα δάχτυλα μου
στα χέρια σου ..να πετάξω
να φτάσω τον ουρανό σου και να αρμενίσω
στις σκάλες του τα βότσαλα της καρδιά σου .
να μετρήσω στους πόντους της άμμου
τα κλωνάρια που βάσταγαν την ψυχή σου
να γυμνωθώ στο ακρογιάλι
που κράταγε το μικρό σου ξημέρωμα
να αφεθώ στο κούρνιασμα της νύχτας σου
που στέριωνε το βήμα του φεγγαριού .
Ήθελα να μουν πουλί και να σε συναντώ
σε κάθε κλαδί της ζωής
Να με ταΐζεις με το ράμφος των ματιών σου
να μένω στον ουρανό σου
κοιτώντας τον ήλιο να ζεσταίνει τις φτερούγες μου
Να λούζομαι σε μια στάλα νερό από το χυμό της πνοή σου
Ναι.. ήθελα να πετώ μαζί σου σε λευτερη δροσιά
και να φιλώ τα χείλη σου σαν να μουν η τροφή σου .
Αέρας μου κι άπλωτη γη το στέρνο σου
σαν τέλος μου κι αρχή .
Να κουβαλώ σε άλλους καιρούς της νιότης αγιοκέρι
κάθε μου μέρα μια αρχή που θα έδινε πρώτο φιλί σε δύση και ανατολή
Να μουν το πρωτοφίλημα σου του έρωτα βέλος μικρό
που έβρισκε στόχο στα άδυτα της μοναξιάς σου .
Να μην σου πώ το σ αγαπώ μα να το βλέπω κοράλλι στο βυθό σου
σε μιας γοργόνας τον ανθό να αντικρίζω το εγώ μου 
σαν πέταλό σου ιερό .

Γύρισα προς το βλέμμα σου και τη ψυχής μου η ηχώ ψιθύρισε
στα σιωπηλά ..καρδιά μου κράτα με .. μέσα σου να ζω.


Στάζουν λέξεις τα ποιήματα


Έφτανε ένα καλοκαίρι

για να παγιδεύσει ένα τίποτα

ένα βλέμμα κρυμμένο
σε μοναχικά ταξίδια
εξερευνώντας μια σκιά σε άδειο δωμάτιο
με το φθινόπωρο να φέρνει φθορά
σε πνιγμένες σιωπές
χωρίς να φθάνει η ανατροπή
από την υπέρβαση που δεν έγινε ποτέ.

Έμειναν οι χάρτες που τα λόγια ζωγράφιζαν
όταν ακούμπαγαν στις πληγές
που με δάκρυα πλένονταν
με φωνές
με θυμό
με αγάπη
στάζαν λέξεις τα ποιήματα.

Έφευγαν-γύρναγαν-ξαναγύρναγαν
για να φράξουν αισθήματα
νερά που έτρεχαν αλόγιστα
στο ποτάμι της μοναξιάς
να συλλέγουν
να κάνουν φράγματα
να περισσεύει το κύμα
που στον βράχο έσπαγε
στο τέρμα της απόκρυφης σκέψης
εκεί που το αδύνατο έσμιγε με το δυνατό
κι έπρεπε να αντιμετωπισθεί
ως πράξη αρχής που γίνεται τέλος
χωρίς ελπίδα
χωρίς ίχνη στη διαδρομή
που το ρεύμα ακολουθεί παράφορο
σε ώρες
σε χρόνο
σαν παράλογο
σαν παράνομο
σαν παράπονο
γητεύοντας πληγωμένες αισθήσεις
                   σε φεγγαρολουσμένα τοπία.